Dictionary of Greek. 2013.
κουμπάσο — το βλ. κομπάσο … Dictionary of Greek
πριέλι — και περιγέλι, το, Ν διαβήτης, κομπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pergel (πρβλ. περγέλι)] … Dictionary of Greek