κομπάσο

κομπάσο
και κουμπάσο, το (Μ κομπάσο και κομπάσσο)
κοινή ονομασία τού διαβήτη και τού διαστημομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compasso].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουμπάσο — το βλ. κομπάσο …   Dictionary of Greek

  • πριέλι — και περιγέλι, το, Ν διαβήτης, κομπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pergel (πρβλ. περγέλι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”